Πρόκειται για μια χρόνια, συνεχώς εξελισσόμενη, εκφυλιστική νόσο του εγκεφάλου που επηρεάζει κυρίως την περιοχή που ελέγχει την κίνηση και έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια της αρμονίας και της ομαλότητάς της.
Στην πλειοψηφία των ασθενών εμφανίζεται μετά το 60 έτος ηλικίας , σπανιότερα, στο 10-15% περίπου των περιπτώσεων, μπορεί να εκδηλωθεί πρίν το 50 έτος.
Τα αίτια της νόσου παραμένουν μέχρι και σήμερα άγνωστα. Υπάρχουν, βέβαια, μελέτες που συσχετίζουν την εμφάνισή της με ένα συνδυασμό περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου και γενετικής προδιάθεσης.
Τα κύρια κλινικά συμπτώματα της χωρίζονται σε κινητικά και μη κινητικά. Τα πιο χαρακτηριστικά κινητικά συμπτώματα είναι το τρέμουλο, η βραδύτητα στις κινήσεις και η δυσκαμψία.
Συνήθως ξεκινά από το ένα άνω άκρο και αργότερα προσβάλλει και το άλλο. Στα πρώϊμα στάδια, εμφανίζεται όταν ο πάσχον είναι ήρεμος , επιδεινώνεται κατά την βάδιση και με το άγχος ενώ εξαφανίζεται κατά την διάρκεια του ύπνου.
Η βραδύτητα στις κινήσεις, εμφανίζεται ως δυσκολία στις λεπτές κινήσεις, όπως το κούμπωμα των κουμπιών , το ξύρισμα ή το γράψιμο, το βούρτσισμα των δοντιών , το χτένισμα…. και ως μείωση των αιωρήσεων των χεριών όταν ο ασθενής βαδίζει.
Η δυσκαμψία έχει να κάνει με την αύξηση του μυϊκού τόνου των μυών που οδηγεί σε « μαγκώματα» ή «πιασίματα» των χεριών και των ποδιών κυρίως, εμποδίζοντας την ομαλή κινητικότητα.
Με την εξέλιξη της νόσου, η ικανότητά του ατόμου να στέκεται καθώς και η ισορροπία του διαταράσσονται, έτσι ο παρκινσονικός ασθενής βαδίζει με χαρακτηριστική δυσκολία. Προχωρά αργά, με μικρά συρόμενα βήματα και κλίση του σώματός του προς τα εμπρός, κρατάει τα χέρια του που τρέμουν κοντά στον κορμό, δυσκολεύεται να στρίψει και έχει αστάθεια που συχνά συνοδεύεται από πτώσεις .
Συνυπάρχουν , όπως προαναφέρθηκε, συμπτώματα που δεν σχετίζονται με την κίνηση αλλά είναι εξίσου βασανιστικά .Σε αυτά τα μη κινητικά συμπτώματα περιλαμβάνεται η κατάθλιψη, τα ψυχωσικά επεισόδια με εμφάνιση οπτικών ή ακουστικών ψευδαισθήσεων , η δυσκοιλιότητα, η εύκολη κόπωση, οι διαταραχές της όσφρησης , τα γνωστικά ελλείμματα, η σμηγματόρροια ,οι πόνοι σε ώμους και ράχη και οι διαταραχές του ύπνου. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων ποικίλει από ασθενή σε ασθενή.
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εξέταση .
Επειδή ,όμως, υπάρχουν πολλαπλά νοσήματα που μπορούν να μιμηθούν το Πάρκινσον ο γιατρός σας βάση του ιστορικού σας ίσως χρειαστεί συγκεκριμένες απεικονιστικές και αιματολογικές εξετάσεις για να επιβεβαιώσει την διάγνωση.
Σε κάθε περίπτωση η νόσος είναι χρόνια και συνεχίζει να εξελίσσεται σταδιακά καθώς ριζική θεραπεία δεν έχει βρεθεί .
Υπάρχουν ωστόσο στο εμπόριο, αρκετά φάρμακα με πολύ καλή συμπτωματική δράση, τα οποία είναι σε θέση δηλαδή να βελτιώσουν τα συμπτώματα της νόσου όπως το τρέμουλο, την δυσκολία στην κίνηση και τη δυσκαμψία, βοηθώντας έτσι τους αρρώστους να διατηρήσουν μια ικανοποιητική λειτουργικότητα για πολλά χρόνια.
Εξίσου σημαντική είναι η σύγχρονη υποστήριξη της κινητικότητας με συχνές συνεδρίες φυσιοθεραπείας. Τέλος, στις δύσκολές περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στην αγωγή , υπάρχει η δυνατότητα χειρουργικής διέγερσης, με τη χρήση ειδικών ηλεκτροδίων, των περιοχών του εγκεφάλου που ελέγχουν την κίνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της ιδιαιτερότητας της νόσου, και των διαφορετικών μορφών με τις οποίες μπορεί να εμφανίζεται στον κάθε ασθενή ,η αγωγή θα πρέπει να είναι απολύτως εξατομικευμένη και να μεταβάλλεται σύμφωνα με τα εκάστοτε κλινικά δεδομένα. Ασθενής και γιατρός, λοιπόν, οφείλουν να αναπτύξουν μια καλή θεραπευτική σχέση και να βρίσκονται σε συχνή επικοινωνία.
Όπως σε κάθε νόσο έτσι κι εδώ η έγκαιρη διάγνωση επιτρέπει σε γιατρό και πάσχοντα καλύτερη αντιμετώπιση και περισσότερες θεραπευτικές επιλογές.